Ετυμολογία

επεξεργασία
μαιτρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική maître

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαιτρ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία