Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαιτρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική maître

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαιτρ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία