Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μαζοχιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μαζοχιστικ
ός
η
μαζοχιστικ
ή
το
μαζοχιστικ
ό
γενική
του
μαζοχιστικ
ού
της
μαζοχιστικ
ής
του
μαζοχιστικ
ού
αιτιατική
τον
μαζοχιστικ
ό
τη
μαζοχιστικ
ή
το
μαζοχιστικ
ό
κλητική
μαζοχιστικ
έ
μαζοχιστικ
ή
μαζοχιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μαζοχιστικ
οί
οι
μαζοχιστικ
ές
τα
μαζοχιστικ
ά
γενική
των
μαζοχιστικ
ών
των
μαζοχιστικ
ών
των
μαζοχιστικ
ών
αιτιατική
τους
μαζοχιστικ
ούς
τις
μαζοχιστικ
ές
τα
μαζοχιστικ
ά
κλητική
μαζοχιστικ
οί
μαζοχιστικ
ές
μαζοχιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μαζοχιστικός
<
μαζοχιστής
Επίθετο
επεξεργασία
μαζοχιστικός
που αναφέρεται στο
μαζιχιστή
και στο
μαζοχισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μαζοχιστικός
αγγλικά
:
masochistic
(en)
γαλλικά
:
masochiste
(fr)