μαζοχιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαζοχιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική masochiste[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.zo.çiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ζο‐χι‐στής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαζοχιστής αρσενικό (θηλυκό μαζοχίστρια)
- κάποιος που απολαμβάνει την αίσθηση πόνου, είτε ψυχολογικά είτε σωματικά
- ↪ Το να είσαι μαζοχιστής δεν σημαίνει αυτόματα ότι είσαι και αυτοκαταστροφικός.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μαζοχιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ μαζοχιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)