μαζοχίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαζοχίστρια < μαζοχιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαζοχίστρια θηλυκό
- κάποια που απολαμβάνει την αίσθηση του πόνου, είτε ψυχολογικά είτε σωματικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαζοχίστρια