μαζοχιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμαζοχιστικά < μαζοχιστικός
Επίρρημα
επεξεργασίαμαζοχιστικά
- με μαζοχιστικό τρόπο, με μαζοχισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαζοχιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαζοχιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαζοχιστικό