μίρλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μίρλα | οι | μίρλες |
γενική | της | μίρλας | — | |
αιτιατική | τη | μίρλα | τις | μίρλες |
κλητική | μίρλα | μίρλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μίρλα < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική مرل مرل (τουρκική mırıl mırıl) / مرلامق (mırlamak) < (ηχομιμητική λέξη) مر (mır mır). Παραβάλετε το μουρμουρίζω και το αρχαίο μορμύρω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmiɾ.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μίρ‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμίρλα θηλυκό
- (αργκό) γκρίνια, μεμψιμοιρία, μουρμούρα, κατσουφιά
- ※ Η… μίρλα «γιατί εγώ να το γράψω;» και το «γιατί εγώ να κάτσω βάρδια;» ξεκινούσε από την Μεγάλη Δευτέρα εκτός αν κάποιος είχε προνοήσει και είχε κάνει χρήση της άδειας του, οπότε δεν έμπαινε σε διαδικασία επιλογής.
- «Βραδυποριακός – Ταλαιπωριακός: Το ποδοσφαιρικό… έθιμο της Μ. Παρασκευής», Καθημερινή, 14/04/2023 [1]
- ※ Η… μίρλα «γιατί εγώ να το γράψω;» και το «γιατί εγώ να κάτσω βάρδια;» ξεκινούσε από την Μεγάλη Δευτέρα εκτός αν κάποιος είχε προνοήσει και είχε κάνει χρήση της άδειας του, οπότε δεν έμπαινε σε διαδικασία επιλογής.
Μεταφράσεις
επεξεργασία μίρλα
→ δείτε τη λέξη γκρίνια |
Πηγές
επεξεργασία- μίρλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σελ. 1815 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).