μέρμερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μέρμερος < μερμερίζω
Επίθετο
επεξεργασίαμέρμερος, -ος, -ον
- πλήρης φροντίδων
- ανησυχητικός
- (για ανθρώπους) δύστροπος
- ολέθριος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 603 (602-605)
- ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο, | ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν | μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἵκηται | χήτει γηροκόμοιο·
- Κι ακόμη ένα κακό τούς έδωσε στη θέση του αγαθού: | όποιος το γάμο και των γυναικών τα φθαρτικά τα έργα προσπαθώντας ν᾽ αποφύγει | να παντρευτεί τυχόν δε θέλει, αυτός να φτάνει στα ολέθρια γηρατειά | δίχως κανέναν να τον γηροκομήσει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο, | ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν | μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἵκηται | χήτει γηροκόμοιο·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 603 (602-605)
- (στον πληθυντικό μέρμερα ενν. έργα): τα δεινά του πολέμου
Πηγές
επεξεργασία- μέρμερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέρμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.