Δείτε επίσης: Μέρμερος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέρμερος < μερμερίζω

  Επίθετο επεξεργασία

μέρμερος -ον

  1. πλήρης φροντίδων
  2. ανησυχητικός
  3. ολέθριος
  4. πληθ. μέρμερα ενν. έργα→τα δεινά του πολέμου