ὀλοός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀλοός < ὄλλυμι
Επίθετο
επεξεργασίαὀλοός -ή -όν
- καταστροφικός, ολέθριος, θανατηφόρος, δολοφονικός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 605 (602-605)
- ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο, | ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν | μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἵκηται | χήτει γηροκόμοιο]·
- Κι ακόμη ένα κακό τούς έδωσε στη θέση του αγαθού: | όποιος το γάμο και των γυναικών τα φθαρτικά τα έργα προσπαθώντας ν᾽ αποφύγει | να παντρευτεί τυχόν δε θέλει, αυτός να φτάνει στα ολέθρια γηρατειά | δίχως κανέναν να τον γηροκομήσει.
- ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο, | ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν | μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἵκηται | χήτει γηροκόμοιο]·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 605 (602-605)