Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μερμερίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μερμερίζω
< ομόρ. με
μεριμνάω
→
μεριμνώ
Ρήμα
επεξεργασία
μερμερίζω
διαλογίζομαι
,
μηχανεύομαι