Δείτε επίσης: Μάρτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μάρτης οι μάρτηδες
      γενική του μάρτη των μάρτηδων
    αιτιατική τον μάρτη τους μάρτηδες
     κλητική μάρτη μάρτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

μάρτης < Μάρτης < μεσαιωνική ελληνική Μάρτης < ελληνιστική κοινή Μάρτιος < λατινική Martius < Mars (Άρης) < παλαιά λατινικά Māvors < πρωτοϊταλική *Mawort

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmaɾ.tis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μάρτης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία