λώβα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λώβα | οι | λώβες |
γενική | της | λώβας | — | |
αιτιατική | τη | λώβα | τις | λώβες |
κλητική | λώβα | λώβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λώβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λώβ(η) + μεταπλασμός με -α[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlo.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λώ‐βα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λώβα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η λέπρα
- άλλες μορφές: λωβιά
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λώβα
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ λώβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λώβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λώβ(η) + μεταπλασμός με -α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- λώβα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].