λωβιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λωβιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λωβιάζω < λώβ(α) + -ιάζω[1] < αρχαία ελληνική λωβάζω, τύπος του λωβάομαι / λωβώμαι (κακομεταχειρίζομαι, ακρωτηριάζω) < λώβη (ακρωτηριασμός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /loˈvʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λω‐βιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαλωβιάζω, αόρ.: λώβιασα, μτχ.π.π.: λωβιασμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λώβα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λωβιάζω | λώβιαζα | θα λωβιάζω | να λωβιάζω | λωβιάζοντας | |
β' ενικ. | λωβιάζεις | λώβιαζες | θα λωβιάζεις | να λωβιάζεις | λώβιαζε | |
γ' ενικ. | λωβιάζει | λώβιαζε | θα λωβιάζει | να λωβιάζει | ||
α' πληθ. | λωβιάζουμε | λωβιάζαμε | θα λωβιάζουμε | να λωβιάζουμε | ||
β' πληθ. | λωβιάζετε | λωβιάζατε | θα λωβιάζετε | να λωβιάζετε | λωβιάζετε | |
γ' πληθ. | λωβιάζουν(ε) | λώβιαζαν λωβιάζαν(ε) |
θα λωβιάζουν(ε) | να λωβιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λώβιασα | θα λωβιάσω | να λωβιάσω | λωβιάσει | ||
β' ενικ. | λώβιασες | θα λωβιάσεις | να λωβιάσεις | λώβιασε | ||
γ' ενικ. | λώβιασε | θα λωβιάσει | να λωβιάσει | |||
α' πληθ. | λωβιάσαμε | θα λωβιάσουμε | να λωβιάσουμε | |||
β' πληθ. | λωβιάσατε | θα λωβιάσετε | να λωβιάσετε | λωβιάστε | ||
γ' πληθ. | λώβιασαν λωβιάσαν(ε) |
θα λωβιάσουν(ε) | να λωβιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λωβιάσει | είχα λωβιάσει | θα έχω λωβιάσει | να έχω λωβιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις λωβιάσει | είχες λωβιάσει | θα έχεις λωβιάσει | να έχεις λωβιάσει | έχε λωβιασμένο | |
γ' ενικ. | έχει λωβιάσει | είχε λωβιάσει | θα έχει λωβιάσει | να έχει λωβιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λωβιάσει | είχαμε λωβιάσει | θα έχουμε λωβιάσει | να έχουμε λωβιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε λωβιάσει | είχατε λωβιάσει | θα έχετε λωβιάσει | να έχετε λωβιάσει | έχετε λωβιασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν λωβιάσει | είχαν λωβιάσει | θα έχουν λωβιάσει | να έχουν λωβιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) λωβιασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) λωβιασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) λωβιασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) λωβιασμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λωβιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Ετυμολογία
επεξεργασία- λωβιάζω < λώβ(α) + -ιάζω < αρχαία ελληνική λωβάζω, τύπος του λωβάομαι / λωβώμαι (κακομεταχειρίζομαι, ακρωτηριάζω) < λώβη (ακρωτηριασμός)
Ρήμα
επεξεργασίαλωβιάζω
- πάσχω από λέπρα
Ρηματικοί τύποι
επεξεργασία- ἐλωβίασεν (αόριστος)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λώβα
Πηγές
επεξεργασία- λωβιάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].