λοῖσθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λοῖσθος | τὸ | λοῖσθον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | λοίσθου | τοῦ | λοίσθου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | λοίσθῳ | τῷ | λοίσθῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | λοῖσθον | τὸ | λοῖσθον | ||
κλητική ὦ! | λοῖσθε | λοῖσθον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | λοῖσθοι | τὰ | λοῖσθᾰ | ||
γενική | τῶν | λοίσθων | τῶν | λοίσθων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | λοίσθοις | τοῖς | λοίσθοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | λοίσθους | τὰ | λοῖσθᾰ | ||
κλητική ὦ! | λοῖσθοι | λοῖσθᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λοίσθω | τὼ | λοίσθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λοίσθοιν | τοῖν | λοίσθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- λοῖσθος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαλοῖσθος, -ος, -ον, υπερθετικός : λοισθότατος
- έσχατος, ύστατος, τελευταίος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 536 (536-538)
- «λοῖσθος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει μώνυχας ἵππους· | ἀλλ᾽ ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, ὡς ἐπιεικές, | δεύτερ᾽· ἀτὰρ τὰ πρῶτα φερέσθω Τυδέος υἱός.»
- «Ύστερος ο καλύτερος με τ᾽ άλογό του φθάνει | αλλ᾽ όπως πρέπει, ας του δοθεί το δεύτερο βραβείον | και του Τυδέως ο υιός ας λάβει τα πρωτεία».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «λοῖσθος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει μώνυχας ἵππους· | ἀλλ᾽ ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, ὡς ἐπιεικές, | δεύτερ᾽· ἀτὰρ τὰ πρῶτα φερέσθω Τυδέος υἱός.»
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀπόσπασμα, 698 @poesialatina.it
- ἀλλ' ἔσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 536 (536-538)
Συγγενικά
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | λοῖσθος | οἱ | λοῖσθοι |
γενική | τοῦ | λοίσθου | τῶν | λοίσθων |
δοτική | τῷ | λοίσθῳ | τοῖς | λοίσθοις |
αιτιατική | τὸν | λοῖσθον | τοὺς | λοίσθους |
κλητική ὦ! | λοῖσθε | λοῖσθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λοίσθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λοίσθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- λοῖσθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοῖσθος, -ου αρσενικό
- δοκός, δοκάρι, κοντάρι, ιστός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1597 (1597-1599)
- οὐχ εἷ᾽ ὁ μέν τις λοῖσθον ἀρεῖται δόρυ, | ὁ δὲ ζύγ᾽ ἄξας, ὁ δ᾽ ἀφελὼν σκαλμοῦ πλάτην | καθαιματώσει κρᾶτα πολεμίων ξένων;
- «Σηκώστε όποιο κοντάρι βρεθεί μπροστά σας, | σπάστε σεις τους πάγκους, απ᾽ τους σκαρμούς ξελύστε τα κουπιά σας, | και των εχθρών ματώστε τα κεφάλια.»
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- οὐχ εἷ᾽ ὁ μέν τις λοῖσθον ἀρεῖται δόρυ, | ὁ δὲ ζύγ᾽ ἄξας, ὁ δ᾽ ἀφελὼν σκαλμοῦ πλάτην | καθαιματώσει κρᾶτα πολεμίων ξένων;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1597 (1597-1599)
Πηγές
επεξεργασία- λοῖσθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λοῖσθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.