Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λοῖσθος τὸ λοῖσθον
      γενική τοῦ/τῆς λοίσθου τοῦ λοίσθου
      δοτική τῷ/τῇ λοίσθ τῷ λοίσθ
    αιτιατική τὸν/τὴν λοῖσθον τὸ λοῖσθον
     κλητική ! λοῖσθε λοῖσθον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λοῖσθοι τὰ λοῖσθ
      γενική τῶν λοίσθων τῶν λοίσθων
      δοτική τοῖς/ταῖς λοίσθοις τοῖς λοίσθοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λοίσθους τὰ λοῖσθ
     κλητική ! λοῖσθοι λοῖσθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λοίσθω τὼ λοίσθω
      γεν-δοτ τοῖν λοίσθοιν τοῖν λοίσθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

λοῖσθος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

λοῖσθος, -ος, -ον, υπερθετικός: λοισθότατος

Συγγενικά επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λοῖσθος οἱ λοῖσθοι
      γενική τοῦ λοίσθου τῶν λοίσθων
      δοτική τῷ λοίσθ τοῖς λοίσθοις
    αιτιατική τὸν λοῖσθον τοὺς λοίσθους
     κλητική ! λοῖσθε λοῖσθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λοίσθω
γεν-δοτ τοῖν  λοίσθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

λοῖσθος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λοῖσθος, -ου αρσενικό

  • δοκός, δοκάρι, κοντάρι, ιστός
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1597 (1597-1599)
    οὐχ εἷ᾽ ὁ μέν τις λοῖσθον ἀρεῖται δόρυ, | ὁ δὲ ζύγ᾽ ἄξας, ὁ δ᾽ ἀφελὼν σκαλμοῦ πλάτην | καθαιματώσει κρᾶτα πολεμίων ξένων;
    «Σηκώστε όποιο κοντάρι βρεθεί μπροστά σας, | σπάστε σεις τους πάγκους, απ᾽ τους σκαρμούς ξελύστε τα κουπιά σας, | και των εχθρών ματώστε τα κεφάλια.»
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

  Πηγές επεξεργασία