λούμπινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λούμπινο | τα | λούμπινα |
γενική | του | λούμπινου | των | λούμπινων |
αιτιατική | το | λούμπινο | τα | λούμπινα |
κλητική | λούμπινο | λούμπινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λούμπινο < λούπινο < ιταλική lupino < λατινική lupinum, ουδέτερο του lupinus < lupus < πρωτοϊταλική *lukʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wĺ̥kʷos
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλούμπινο ουδέτερο
- (φυτό) άλλη μορφή του λούπινο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λούμπινο
|