Δείτε επίσης: Lupus

Λατινικά (la)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

lupus < οσκοουμβρική lupus < πρωτοϊταλική *lukʷos < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wĺ̥kʷos

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

lupus (la) αρσενικό (θηλυκό: lupa)

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

Στα σλάβικα το φτιάρι lapata ή lοpata

ΣύνθεταΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lupus lupī
γενική lupī lupōrum
δοτική lupō lupīs
αιτιατική lupum lupōs
κλητική lupe lupī
αφαιρετική lupō lupīs
(β' κλίση)