Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λουλούδινος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λουλούδιν
ος
η
λουλούδιν
η
το
λουλούδιν
ο
γενική
του
λουλούδιν
ου
της
λουλούδιν
ης
του
λουλούδιν
ου
αιτιατική
τον
λουλούδιν
ο
τη
λουλούδιν
η
το
λουλούδιν
ο
κλητική
λουλούδιν
ε
λουλούδιν
η
λουλούδιν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λουλούδιν
οι
οι
λουλούδιν
ες
τα
λουλούδιν
α
γενική
των
λουλούδιν
ων
των
λουλούδιν
ων
των
λουλούδιν
ων
αιτιατική
τους
λουλούδιν
ους
τις
λουλούδιν
ες
τα
λουλούδιν
α
κλητική
λουλούδιν
οι
λουλούδιν
ες
λουλούδιν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λουλούδινος
<
λουλούδι
+
-ινος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
luˈlu.ði.nos
/
Επίθετο
επεξεργασία
λουλούδινος
άλλη μορφή
του
λουλουδένιος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
λουλούδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λουλούδινος
→
δείτε
τη λέξη
λουλουδένιος