↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λουλουδένιος η λουλουδένια το λουλουδένιο
      γενική του λουλουδένιου της λουλουδένιας του λουλουδένιου
    αιτιατική τον λουλουδένιο τη λουλουδένια το λουλουδένιο
     κλητική λουλουδένιε λουλουδένια λουλουδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λουλουδένιοι οι λουλουδένιες τα λουλουδένια
      γενική των λουλουδένιων των λουλουδένιων των λουλουδένιων
    αιτιατική τους λουλουδένιους τις λουλουδένιες τα λουλουδένια
     κλητική λουλουδένιοι λουλουδένιες λουλουδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λουλουδένιος < λουλούδι + -ένιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lu.luˈðe.ɲos/

  Επίθετο

επεξεργασία

λουλουδένιος

  1. που φτιάχνεται από λουλούδια
  2. που μοιάζει με λουλούδι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία