λουδοβίκειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λουδοβίκειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λουδοβίκειος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική louis d'or)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουδοβίκειο ουδέτερο
- (παρωχημένο, νόμισμα) γαλλικό νόμισμα από χρυσό που πρωτοκυκλοφόρησε επί Λουδοβίκου ιγʹ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Λουδοβίκος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λουδοβίκειο