Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λουδοβίκειο τα λουδοβίκεια
      γενική του λουδοβίκειου των λουδοβίκειων
    αιτιατική το λουδοβίκειο τα λουδοβίκεια
     κλητική λουδοβίκειο λουδοβίκεια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
λουδοβίκειο του 1640

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουδοβίκειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λουδοβίκειος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική louis d'or)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λουδοβίκειο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία