Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιχουδεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιχουδεμέν
ος
η
λιχουδεμέν
η
το
λιχουδεμέν
ο
γενική
του
λιχουδεμέν
ου
της
λιχουδεμέν
ης
του
λιχουδεμέν
ου
αιτιατική
τον
λιχουδεμέν
ο
τη
λιχουδεμέν
η
το
λιχουδεμέν
ο
κλητική
λιχουδεμέν
ε
λιχουδεμέν
η
λιχουδεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιχουδεμέν
οι
οι
λιχουδεμέν
ες
τα
λιχουδεμέν
α
γενική
των
λιχουδεμέν
ων
των
λιχουδεμέν
ων
των
λιχουδεμέν
ων
αιτιατική
τους
λιχουδεμέν
ους
τις
λιχουδεμέν
ες
τα
λιχουδεμέν
α
κλητική
λιχουδεμέν
οι
λιχουδεμέν
ες
λιχουδεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
λιχουδεμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λιχουδεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιχουδεμένος