Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιχουδεύομαι < λιχούδης + -εύομαι < μεσαιωνική ελληνική λιχούδης < αρχαία ελληνική λείχω

  Ρήμα επεξεργασία

λιχουδεύομαι

  1. επιθυμώ πολύ κάποιο φαγητό
     συνώνυμα: λιγουρεύομαι, λιμπίζομαι, ορέγομαι
  2. (μεταφορικά) επιθυμώ ερωτικά
     συνώνυμα: λιμπίζομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία