λιχουδεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιχουδεύομαι < λιχούδης + -εύομαι < μεσαιωνική ελληνική λιχούδης < αρχαία ελληνική λείχω
Ρήμα
επεξεργασίαλιχουδεύομαι
- επιθυμώ πολύ κάποιο φαγητό
- (μεταφορικά) επιθυμώ ερωτικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λιχούδης
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιχουδεύομαι | λιχουδευόμουν(α) | θα λιχουδεύομαι | να λιχουδεύομαι | ||
β' ενικ. | λιχουδεύεσαι | λιχουδευόσουν(α) | θα λιχουδεύεσαι | να λιχουδεύεσαι | (λιχουδεύου) | |
γ' ενικ. | λιχουδεύεται | λιχουδευόταν(ε) | θα λιχουδεύεται | να λιχουδεύεται | ||
α' πληθ. | λιχουδευόμαστε | λιχουδευόμαστε λιχουδευόμασταν |
θα λιχουδευόμαστε | να λιχουδευόμαστε | ||
β' πληθ. | λιχουδεύεστε | λιχουδευόσαστε λιχουδευόσασταν |
θα λιχουδεύεστε | να λιχουδεύεστε | (λιχουδεύεστε) | |
γ' πληθ. | λιχουδεύονται | λιχουδεύονταν λιχουδευόντουσαν |
θα λιχουδεύονται | να λιχουδεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιχουδεύτηκα | θα λιχουδευτώ | να λιχουδευτώ | λιχουδευτεί | ||
β' ενικ. | λιχουδεύτηκες | θα λιχουδευτείς | να λιχουδευτείς | λιχουδεύσου | ||
γ' ενικ. | λιχουδεύτηκε | θα λιχουδευτεί | να λιχουδευτεί | |||
α' πληθ. | λιχουδευτήκαμε | θα λιχουδευτούμε | να λιχουδευτούμε | |||
β' πληθ. | λιχουδευτήκατε | θα λιχουδευτείτε | να λιχουδευτείτε | λιχουδευτείτε | ||
γ' πληθ. | λιχουδεύτηκαν λιχουδευτήκαν(ε) |
θα λιχουδευτούν(ε) | να λιχουδευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λιχουδευτεί | είχα λιχουδευτεί | θα έχω λιχουδευτεί | να έχω λιχουδευτεί | λιχουδευμένος | |
β' ενικ. | έχεις λιχουδευτεί | είχες λιχουδευτεί | θα έχεις λιχουδευτεί | να έχεις λιχουδευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει λιχουδευτεί | είχε λιχουδευτεί | θα έχει λιχουδευτεί | να έχει λιχουδευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λιχουδευτεί | είχαμε λιχουδευτεί | θα έχουμε λιχουδευτεί | να έχουμε λιχουδευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε λιχουδευτεί | είχατε λιχουδευτεί | θα έχετε λιχουδευτεί | να έχετε λιχουδευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λιχουδευτεί | είχαν λιχουδευτεί | θα έχουν λιχουδευτεί | να έχουν λιχουδευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιχουδεύομαι
|