λιμπερτίνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιμπερτίνος < γαλλική libertin < λατινική libertinus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιμπερτίνος αρσενικό
- ελευθερόφρων, που υποστήριζε τις ιδέες της κίνησης Διαφωτισμού
- ※ Ο λιμπερτίνος ούτος, εναντίον του οποίου γράφει ο Πάριος, ασφαλώς δεν είναι άλλος ή ο Αδαμάντιος Κοραής, πρός τάς προοδευτικές ιδέας του οποίου ουδόλως ηδύνατο να συμφωνήση ο υπεράγαν συντηρητικός Πάριος (Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, τόμος 1, Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, 1961, σελ. 389)
- ανυπότακτος, άτακτος, αυτότροπος
- ※ οι συντάκτες τέτοιων έργων, να στηλιτεύωνται ως όργανα του αρχεκάκου όφεως, λυμεώνες, λιμπερτίνοι, άθεοι, άφωρισμένοι και κατάρατοι (Στυλιανός Δ. Μιχόπουλος, Βυζάντιο, αυτοκράτορες, κλήρος και Ελληνισμός, Νέα Θέσις, 2000, σελ. 57)
- άσωτος, ακόλαστος
- ※ τα κατορθώματα του λιμπερτίνου Καζανόβα (Βαρβάρα-Ρίτα Αθανασιάδου, Η Βενετία μου, ΑΑ Publishing, 2015)