Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιμνόβιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιμνόβι
ος
η
λιμνόβι
α
το
λιμνόβι
ο
γενική
του
λιμνόβι
ου
της
λιμνόβι
ας
του
λιμνόβι
ου
αιτιατική
τον
λιμνόβι
ο
τη
λιμνόβι
α
το
λιμνόβι
ο
κλητική
λιμνόβι
ε
λιμνόβι
α
λιμνόβι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιμνόβι
οι
οι
λιμνόβι
ες
τα
λιμνόβι
α
γενική
των
λιμνόβι
ων
των
λιμνόβι
ων
των
λιμνόβι
ων
αιτιατική
τους
λιμνόβι
ους
τις
λιμνόβι
ες
τα
λιμνόβι
α
κλητική
λιμνόβι
οι
λιμνόβι
ες
λιμνόβι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιμνόβιος
< (
ελληνιστική κοινή
)
λιμνόβιος
<
αρχαία ελληνική
λίμνη
+
βίος
Επίθετο
επεξεργασία
λιμνόβιος, -α, -ο
που ζει στα νερά μιας
λίμνης
ή κοντά σε
λίμνη
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
λίμνη
και
βίος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αρχαία ελληνική
χερσόβιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιμνόβιος
αγγλικά
:
lacustrine
(en)
(επιστ.),
lake
(en)
(lake fish = λιμνόβιο ψάρι)
γαλλικά
:
lacustre
(fr)
γερμανικά
:
lakustrisch
(de)
,
limnisch
(de)
ισπανικά
:
lacustre
(es)
ιταλικά
:
lacustre
(it)
ρωσικά
:
Озёрный
(ru)
σουηδικά
:
limnisk
(sv)