λιμενοσταθμάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | λιμενοσταθμάρχης | οι | λιμενοσταθμάρχες |
γενική | του του/της |
λιμενοσταθμάρχη λιμενοσταθμάρχου |
των | λιμενοσταθμαρχών |
αιτιατική | τον/τη | λιμενοσταθμάρχη | τους/τις | λιμενοσταθμάρχες |
κλητική | λιμενοσταθμάρχη (λιμενοσταθμάρχα) |
λιμενοσταθμάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λιμενοσταθμάρχης < λιμέν(ας) + -ο- + σταθμάρχης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.me.no.staθˈmaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐με‐νο‐σταθ‐μάρ‐χης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιμενοσταθμάρχης αρσενικό ή θηλυκό
- σταθμάρχης / επικεφαλής ενός λιμενικού σταθμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιμενοσταθμάρχης
|
Πηγές
επεξεργασία- λιμενοσταθμάρχης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)