↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιθουανικός η λιθουανική το λιθουανικό
      γενική του λιθουανικού της λιθουανικής του λιθουανικού
    αιτιατική τον λιθουανικό τη λιθουανική το λιθουανικό
     κλητική λιθουανικέ λιθουανική λιθουανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθουανικοί οι λιθουανικές τα λιθουανικά
      γενική των λιθουανικών των λιθουανικών των λιθουανικών
    αιτιατική τους λιθουανικούς τις λιθουανικές τα λιθουανικά
     κλητική λιθουανικοί λιθουανικές λιθουανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιθουανικός < Λιθουανός

  Επίθετο

επεξεργασία

λιθουανικός, -ή, -ό

  • που προέρχεται από τη Λιθουανία ή ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα αυτή και το λαό της

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία