Δείτε επίσης: λιθοξόος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιθοκόπτης οι λιθοκόπτες
      γενική του λιθοκόπτη των λιθοκοπτών
    αιτιατική τον λιθοκόπτη τους λιθοκόπτες
     κλητική λιθοκόπτη λιθοκόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιθοκόπτης < λίθος + -ο- + κόπτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιθοκόπτης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που δουλεύει στην κοπή λίθων
  2. μηχάνημα που κόβει λίθους σε συγκεκριμένο σχήμα ή μέγεθος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία