↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιθοδομημένος η λιθοδομημένη το λιθοδομημένο
      γενική του λιθοδομημένου της λιθοδομημένης του λιθοδομημένου
    αιτιατική τον λιθοδομημένο τη λιθοδομημένη το λιθοδομημένο
     κλητική λιθοδομημένε λιθοδομημένη λιθοδομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθοδομημένοι οι λιθοδομημένες τα λιθοδομημένα
      γενική των λιθοδομημένων των λιθοδομημένων των λιθοδομημένων
    αιτιατική τους λιθοδομημένους τις λιθοδομημένες τα λιθοδομημένα
     κλητική λιθοδομημένοι λιθοδομημένες λιθοδομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λιθοδομημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία