λιθοβολισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιθοβολισμός < ελληνιστική κοινή λιθοβολισμός < λιθοβολέω / λιθοβολῶ < αρχαία ελληνική λιθοβόλος < λίθος + βάλλω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /liθovoliˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θο‐βο‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιθοβολισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λιθοβολώ