Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιθοβολέω (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λιθοβόλ(ος) + -έω < λίθος + βάλλω. Μορφολογικά, λιθο- + -βολέω

  Ρήμα επεξεργασία

λιθοβολέω / λιθοβολῶ

  Πηγές επεξεργασία