↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγυρός η λιγυρή το λιγυρό
      γενική του λιγυρού της λιγυρής του λιγυρού
    αιτιατική τον λιγυρό τη λιγυρή το λιγυρό
     κλητική λιγυρέ λιγυρή λιγυρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγυροί οι λιγυρές τα λιγυρά
      γενική των λιγυρών των λιγυρών των λιγυρών
    αιτιατική τους λιγυρούς τις λιγυρές τα λιγυρά
     κλητική λιγυροί λιγυρές λιγυρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιγυρός < αρχαία ελληνική λιγυρός < *λιγυλός < λιγύς[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.ʝiˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐γυ‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

λιγυρός, -ή, -ό (αρχαιοπρεπές)

  1. μελωδικός, εύηχος
    ※  […] την ημέραν εκείνην δεν με αφύπνιζεν η θηριωδία των περιπλανωμένων αυτών τεράτων, δεν ήκουον τας λιγυράς φωνάς των κουλουροπωλών, δεν ήκουον βήματα διαβατών εις την πολυσύχναστον οδόν. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
  2. ευλύγιστος, λυγερός
  3. ευχάριστος
  4. που έχει καθαρό, δυνατό ήχο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα