↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγοστεμένος η λιγοστεμένη το λιγοστεμένο
      γενική του λιγοστεμένου της λιγοστεμένης του λιγοστεμένου
    αιτιατική τον λιγοστεμένο τη λιγοστεμένη το λιγοστεμένο
     κλητική λιγοστεμένε λιγοστεμένη λιγοστεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγοστεμένοι οι λιγοστεμένες τα λιγοστεμένα
      γενική των λιγοστεμένων των λιγοστεμένων των λιγοστεμένων
    αιτιατική τους λιγοστεμένους τις λιγοστεμένες τα λιγοστεμένα
     κλητική λιγοστεμένοι λιγοστεμένες λιγοστεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιγοστεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λιγοστεύω

λιγοστεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία