λιγνιτοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιγνιτοφόρος < λιγνίτ(ης) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Επίθετο επεξεργασία
λιγνιτοφόρος, -ος ή -α, -ο
- αυτός που φέρει, ή έχει λιγνίτη
- τόπος - περιοχή πλούσια σε κοιτάσματα λιγνίτη
- λιγνιτοφόρος τόπος, λιγνιτοφόρα λεκάνη, λιγνιτοφόρο πεδίο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιγνιτοφόρος
|