Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγνιτοφόρος η λιγνιτοφόρα το λιγνιτοφόρο
      γενική του λιγνιτοφόρου της λιγνιτοφόρας του λιγνιτοφόρου
    αιτιατική τον λιγνιτοφόρο τη λιγνιτοφόρα το λιγνιτοφόρο
     κλητική λιγνιτοφόρε λιγνιτοφόρα λιγνιτοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγνιτοφόροι οι λιγνιτοφόρες τα λιγνιτοφόρα
      γενική των λιγνιτοφόρων των λιγνιτοφόρων των λιγνιτοφόρων
    αιτιατική τους λιγνιτοφόρους τις λιγνιτοφόρες τα λιγνιτοφόρα
     κλητική λιγνιτοφόροι λιγνιτοφόρες λιγνιτοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγνιτοφόρος < λιγνίτ(ης) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

λιγνιτοφόρος, -ος ή -α, -ο

  1. αυτός που φέρει, ή έχει λιγνίτη
  2. τόπος - περιοχή πλούσια σε κοιτάσματα λιγνίτη
    λιγνιτοφόρος τόπος, λιγνιτοφόρα λεκάνη, λιγνιτοφόρο πεδίο

  Μεταφράσεις επεξεργασία