↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιανοκομμένος η λιανοκομμένη το λιανοκομμένο
      γενική του λιανοκομμένου της λιανοκομμένης του λιανοκομμένου
    αιτιατική τον λιανοκομμένο τη λιανοκομμένη το λιανοκομμένο
     κλητική λιανοκομμένε λιανοκομμένη λιανοκομμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιανοκομμένοι οι λιανοκομμένες τα λιανοκομμένα
      γενική των λιανοκομμένων των λιανοκομμένων των λιανοκομμένων
    αιτιατική τους λιανοκομμένους τις λιανοκομμένες τα λιανοκομμένα
     κλητική λιανοκομμένοι λιανοκομμένες λιανοκομμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

λιανοκομμένος




  Μεταφράσεις

επεξεργασία