Ετυμολογία

επεξεργασία
λιανοκόβω < λιανός + -ο- + κόβω

λιανοκόβω (παθητική φωνή: λιανοκόβομαι)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία