λιανοκόβομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαλιανοκόβομαι
- παθητική φωνή του ρήματος λιανοκόβω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιανοκόβομαι | λιανοκοβόμουν(α) | θα λιανοκόβομαι | να λιανοκόβομαι | ||
β' ενικ. | λιανοκόβεσαι | λιανοκοβόσουν(α) | θα λιανοκόβεσαι | να λιανοκόβεσαι | λιανοκόβου | |
γ' ενικ. | λιανοκόβεται | λιανοκοβόταν(ε) | θα λιανοκόβεται | να λιανοκόβεται | ||
α' πληθ. | λιανοκοβόμαστε | λιανοκοβόμαστε λιανοκοβόμασταν |
θα λιανοκοβόμαστε | να λιανοκοβόμαστε | ||
β' πληθ. | λιανοκόβεστε | λιανοκοβόσαστε λιανοκοβόσασταν |
θα λιανοκόβεστε | να λιανοκόβεστε | λιανοκόβεστε | |
γ' πληθ. | λιανοκόβονται | λιανοκόβονταν λιανοκοβόντουσαν |
θα λιανοκόβονται | να λιανοκόβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιανοκόπηκα | θα λιανοκοπώ | να λιανοκοπώ | λιανοκοπεί | ||
β' ενικ. | λιανοκόπηκες | θα λιανοκοπείς | να λιανοκοπείς | λιανοκόψου | ||
γ' ενικ. | λιανοκόπηκε | θα λιανοκοπεί | να λιανοκοπεί | |||
α' πληθ. | λιανοκοπήκαμε | θα λιανοκοπούμε | να λιανοκοπούμε | |||
β' πληθ. | λιανοκοπήκατε | θα λιανοκοπείτε | να λιανοκοπείτε | λιανοκοπείτε | ||
γ' πληθ. | λιανοκόπηκαν λιανοκοπήκαν(ε) |
θα λιανοκοπούν(ε) | να λιανοκοπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λιανοκοπεί | είχα λιανοκοπεί | θα έχω λιανοκοπεί | να έχω λιανοκοπεί | λιανοκομμένος | |
β' ενικ. | έχεις λιανοκοπεί | είχες λιανοκοπεί | θα έχεις λιανοκοπεί | να έχεις λιανοκοπεί | ||
γ' ενικ. | έχει λιανοκοπεί | είχε λιανοκοπεί | θα έχει λιανοκοπεί | να έχει λιανοκοπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λιανοκοπεί | είχαμε λιανοκοπεί | θα έχουμε λιανοκοπεί | να έχουμε λιανοκοπεί | ||
β' πληθ. | έχετε λιανοκοπεί | είχατε λιανοκοπεί | θα έχετε λιανοκοπεί | να έχετε λιανοκοπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λιανοκοπεί | είχαν λιανοκοπεί | θα έχουν λιανοκοπεί | να έχουν λιανοκοπεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιανοκόβομαι
|