ληστοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ληστοκρατία | οι | ληστοκρατίες |
γενική | της | ληστοκρατίας | των | ληστοκρατιών |
αιτιατική | τη | ληστοκρατία | τις | ληστοκρατίες |
κλητική | ληστοκρατία | ληστοκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαληστοκρατία θηλυκό
- η επικράτηση γενικώς των ληστών κυρίως στο ύπαιθρο σε παρωχημένες εποχές
- (κατ’ επέκταση) η υπερβολική αισχροκέρδεια αλλά και η υπερφορολόγηση
Συγγενικά
επεξεργασία- ληστοκρατούμενος
- ληστοκρατούμαι
- → δείτε τις λέξεις ληστής και κρατώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ληστοκρατία
|