Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ληστεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ληστεμέν
ος
η
ληστεμέν
η
το
ληστεμέν
ο
γενική
του
ληστεμέν
ου
της
ληστεμέν
ης
του
ληστεμέν
ου
αιτιατική
τον
ληστεμέν
ο
τη
ληστεμέν
η
το
ληστεμέν
ο
κλητική
ληστεμέν
ε
ληστεμέν
η
ληστεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ληστεμέν
οι
οι
ληστεμέν
ες
τα
ληστεμέν
α
γενική
των
ληστεμέν
ων
των
ληστεμέν
ων
των
ληστεμέν
ων
αιτιατική
τους
ληστεμέν
ους
τις
ληστεμέν
ες
τα
ληστεμέν
α
κλητική
ληστεμέν
οι
ληστεμέν
ες
ληστεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ληστεμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ληστεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ληστεμένος