ληξιαρχείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ληξιαρχείο < αρχαία ελληνική ληξίαρχος / ληξιαρχικός (ληξιαρχικόν γραμματεῖον: το αρχείο κάθε δήμου της Αρχαίας Αθήνας) < λῆξις (< λαγχάνω) + ἄρχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ληξιαρχείο ουδέτερο
- η δημοτική υπηρεσία που κρατάει το αρχείο το σχετικό με τις γεννήσεις, γάμους, βαπτίσεις, ονοματοθεσίες και θανάτους και εκδίδει σχετικά πιστοποιητικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ληξιαρχείο