Standesamt
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Standesamt | die | Standesämter |
γενική | des | Standesamtes Standesamts |
der | Standesämter |
δοτική | dem | Standesamt Standesamte |
den | Standesämtern |
αιτιατική | das | Standesamt | die | Standesämter |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʃtandəsʔamt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαStandesamt (de) ουδέτερο