λεύσιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλεύσιμος, -ος, -ον
- που οδηγεί σε λιθοβολισμό, που προκαλεί λιθοβολισμό
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1616 (1615-1616)
- οὔ φημ᾽ ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα | δημορριφεῖς, σάφ᾽ ἴσθι, λευσίμους ἀράς.
- δε θα γλιτώσει η κάρα σου, και να το ξέρεις, | απ᾽ του λαού τη δίκια οργή κι από τις πέτρες.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- οὔ φημ᾽ ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα | δημορριφεῖς, σάφ᾽ ἴσθι, λευσίμους ἀράς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἡρακλεῖδαι, στίχ. 60 (59-60)
- χώρει· τί μοχθεῖς ταῦτ᾽; ἀνίστασθαί σε χρὴ | ἐς Ἄργος, οὗ σε λεύσιμος μένει δίκη.
- Περπάτα! τί χάνεσαι μάταια; έρχου στο Άργος, | όπου πετροβόλημα σε προσμένει δίκαιο.
- Μετάφραση (1913): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
- χώρει· τί μοχθεῖς ταῦτ᾽; ἀνίστασθαί σε χρὴ | ἐς Ἄργος, οὗ σε λεύσιμος μένει δίκη.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 356 (355-357)
- κἄνπερ λάβητε, δέσμιον πορεύσατε | δεῦρ᾽ αὐτόν, ὡς ἂν λευσίμου δίκης τυχὼν | θάνηι, πικρὰν βάκχευσιν ἐν Θήβαις ἰδών.
- Αν τον συλλάβετε, οδηγήστε τον εδώ δεμένο, | να λιθοβοληθεί, να πεθάνει. | Πικρή βακχεία θα ζήσει στη Θήβα.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- κἄνπερ λάβητε, δέσμιον πορεύσατε | δεῦρ᾽ αὐτόν, ὡς ἂν λευσίμου δίκης τυχὼν | θάνηι, πικρὰν βάκχευσιν ἐν Θήβαις ἰδών.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1616 (1615-1616)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λεύω
Πηγές
επεξεργασία- λεύσιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λεύσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.