→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λεύσιμος τὸ λεύσιμον
      γενική τοῦ/τῆς λευσίμου τοῦ λευσίμου
      δοτική τῷ/τῇ λευσίμ τῷ λευσίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν λεύσιμον τὸ λεύσιμον
     κλητική ! λεύσιμε λεύσιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λεύσιμοι τὰ λεύσιμ
      γενική τῶν λευσίμων τῶν λευσίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς λευσίμοις τοῖς λευσίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λευσίμους τὰ λεύσιμ
     κλητική ! λεύσιμοι λεύσιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λευσίμω τὼ λευσίμω
      γεν-δοτ τοῖν λευσίμοιν τοῖν λευσίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεύσιμος < λεύω + -ιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

λεύσιμος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη λεύω