Ετυμολογία

επεξεργασία
λεύω < λείπει η ετυμολογία

λεύω

  • λιθοβολώ, πετροβολώ, σκοτώνω με λιθοβολισμό
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 5.3
    γενομένου δὲ θορύβου ἐν τῇ Σαλαμῖνι περὶ τὸν Λυκίδην, πυνθάνονται τὸ γινόμενον αἱ γυναῖκες τῶν Ἀθηναίων, διακελευσαμένη δὲ γυνὴ γυναικὶ καὶ παραλαβοῦσα ἐπὶ τὴν Λυκίδεω οἰκίην ἤισαν αὐτοκελέες, καὶ κατὰ μὲν ἔλευσαν αὐτοῦ τὴν γυναῖκα, κατὰ δὲ τὰ τέκνα.
    Κι απ᾽ τον αναβρασμό που έγινε στη Σαλαμίνα με τον Λυκίδη έμαθαν οι γυναίκες των Αθηναίων το τί τρέχει και ξεσηκώνοντας η μια την άλλη βάδιζαν χέρι με χέρι, με δική τους πρωτοβουλία, στο σπίτι του Λυκίδη και σκότωσαν με λιθοβολισμό τη γυναίκα του, καταλιθοβόλησαν και τα παιδιά του.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 328 (326-329)
    μέθηι δὲ βρεχθεὶς τῆς ἐμῆς μητρὸς πόσις | ὁ κλεινός, ὡς λέγουσιν, ἐνθρώισκει τάφωι | πέτροις τε λεύει μνῆμα λάινον πατρός, | καὶ τοῦτο τολμᾶι τοὔπος εἰς ἡμᾶς λέγειν·
    Τύφλα στο μεθύσι ο άντρας της μητέρας μου, | ο σπουδαίος όπως τον λεν, χοροπηδά στον τάφο | και τις ταφόπλακες πετροβολώντας | αυτά για μας τολμάει να λέει:
    Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία