↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λευσμός οἱ λευσμοί
      γενική τοῦ λευσμοῦ τῶν λευσμῶν
      δοτική τῷ λευσμ τοῖς λευσμοῖς
    αιτιατική τὸν λευσμόν τοὺς λευσμούς
     κλητική ! λευσμέ λευσμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λευσμώ
γεν-δοτ τοῖν  λευσμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λευσμός < λεύω + -σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λευσμός, -οῦ αρσενικό

  • λιθοβολισμός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 189 (186-190)
    ἀλλ᾽ οὗ καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι | δίκαι σφαγαί τε, σπέρματός τ᾽ ἀποφθορᾷ | παίδων κακοῦται χλοῦνις, ἠδ᾽ ἀκρωνίαι | λευσμοί τε, καὶ μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν | ὑπὸ ῥάχιν παγέντες.
    μα όπου σφαγές και δίκες κεφαλιών κομμένων, | ματιών βγαλμένων και γι᾽ αφανισμό του γένους | των παιδιών στίβουν τον αφρό κι ακρωτηριάζουν, | καταπετρώνουν και σπαραχτικά μουγκρίζουν | οι καρφωμένοι στα παλούκια.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη λεύω