δημορριφής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδημορριφής, -ής, ές
- (σπάνιο) που εκτοξεύεται από το λαό
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1616 (1615-1616)
- οὔ φημ᾽ ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα | δημορριφεῖς, σάφ᾽ ἴσθι, λευσίμους ἀράς.
- δε θα γλιτώσει η κάρα σου, και να το ξέρεις, | απ᾽ του λαού τη δίκια οργή κι από τις πέτρες.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- οὔ φημ᾽ ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα | δημορριφεῖς, σάφ᾽ ἴσθι, λευσίμους ἀράς.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1616 (1615-1616)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δημορριφής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δημορριφής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.