→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δημορριφής τὸ δημορριφές
      γενική τοῦ/τῆς δημορριφοῦς τοῦ δημορριφοῦς
      δοτική τῷ/τῇ δημορριφεῖ τῷ δημορριφεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν δημορριφ τὸ δημορριφές
     κλητική ! δημορριφές δημορριφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δημορριφεῖς τὰ δημορριφ
      γενική τῶν δημορριφῶν τῶν δημορριφῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δημορριφέσ(ν) τοῖς δημορριφέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δημορριφεῖς τὰ δημορριφ
     κλητική ! δημορριφεῖς δημορριφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δημορριφεῖ τὼ δημορριφεῖ
      γεν-δοτ τοῖν δημορριφοῖν τοῖν δημορριφοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δημορριφής < δῆμος + ῥίπτω

  Επίθετο

επεξεργασία

δημορριφής, -ής, ές

Συγγενικά

επεξεργασία