Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκωματοειδής η λευκωματοειδής το λευκωματοειδές
      γενική του λευκωματοειδούς* της λευκωματοειδούς του λευκωματοειδούς
    αιτιατική τον λευκωματοειδή τη λευκωματοειδή το λευκωματοειδές
     κλητική λευκωματοειδή(ς) λευκωματοειδής λευκωματοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκωματοειδείς οι λευκωματοειδείς τα λευκωματοειδή
      γενική των λευκωματοειδών των λευκωματοειδών των λευκωματοειδών
    αιτιατική τους λευκωματοειδείς τις λευκωματοειδείς τα λευκωματοειδή
     κλητική λευκωματοειδείς λευκωματοειδείς λευκωματοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκωματοειδής < λεύκωμα + -ο- + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

λευκωματοειδής

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία