Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκορροϊκός η λευκορροϊκή το λευκορροϊκό
      γενική του λευκορροϊκού της λευκορροϊκής του λευκορροϊκού
    αιτιατική τον λευκορροϊκό τη λευκορροϊκή το λευκορροϊκό
     κλητική λευκορροϊκέ λευκορροϊκή λευκορροϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκορροϊκοί οι λευκορροϊκές τα λευκορροϊκά
      γενική των λευκορροϊκών των λευκορροϊκών των λευκορροϊκών
    αιτιατική τους λευκορροϊκούς τις λευκορροϊκές τα λευκορροϊκά
     κλητική λευκορροϊκοί λευκορροϊκές λευκορροϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκορροϊκός < λευκόρροια + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική leukorrheal)

  Επίθετο επεξεργασία

λευκορροϊκός

  1. (ιατρική) που έχει σχέση με τη λευκόρροια ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ιατρική) που πάσχει από λευκόρροια

  Μεταφράσεις επεξεργασία