λευκορροϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λευκορροϊκός < λευκόρροια + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική leukorrheal)
Επίθετο επεξεργασία
λευκορροϊκός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη λευκόρροια ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ιατρική) που πάσχει από λευκόρροια
Μεταφράσεις επεξεργασία
λευκορροϊκός
|