Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκοκυτταρικός η λευκοκυτταρική το λευκοκυτταρικό
      γενική του λευκοκυτταρικού της λευκοκυτταρικής του λευκοκυτταρικού
    αιτιατική τον λευκοκυτταρικό τη λευκοκυτταρική το λευκοκυτταρικό
     κλητική λευκοκυτταρικέ λευκοκυτταρική λευκοκυτταρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκοκυτταρικοί οι λευκοκυτταρικές τα λευκοκυτταρικά
      γενική των λευκοκυτταρικών των λευκοκυτταρικών των λευκοκυτταρικών
    αιτιατική τους λευκοκυτταρικούς τις λευκοκυτταρικές τα λευκοκυτταρικά
     κλητική λευκοκυτταρικοί λευκοκυτταρικές λευκοκυτταρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευκοκυτταρικός < λευκοκύτταρο + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική leucocytaire)

  Επίθετο επεξεργασία

λευκοκυτταρικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία