λεπτότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λεπτότερος | η | λεπτότερη | το | λεπτότερο |
γενική | του | λεπτότερου | της | λεπτότερης | του | λεπτότερου |
αιτιατική | τον | λεπτότερο | τη | λεπτότερη | το | λεπτότερο |
κλητική | λεπτότερε | λεπτότερη | λεπτότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λεπτότεροι | οι | λεπτότερες | τα | λεπτότερα |
γενική | των | λεπτότερων | των | λεπτότερων | των | λεπτότερων |
αιτιατική | τους | λεπτότερους | τις | λεπτότερες | τα | λεπτότερα |
κλητική | λεπτότεροι | λεπτότερες | λεπτότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλεπτότερος, -η, -ο
- συγκριτικός βαθμός του λεπτός: πιο λεπτός
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- λεπτότερα (επίρρημα)