λεπτυσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπτυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λεπταίνω και λεπτύνω
Μετοχή επεξεργασία
λεπτυσμένος, -η, -ο
- που τον έχουν λεπτύνει
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπτυσμένος
|
λεπτυσμένος, -η, -ο
|