↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτυσμένος η λεπτυσμένη το λεπτυσμένο
      γενική του λεπτυσμένου της λεπτυσμένης του λεπτυσμένου
    αιτιατική τον λεπτυσμένο τη λεπτυσμένη το λεπτυσμένο
     κλητική λεπτυσμένε λεπτυσμένη λεπτυσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτυσμένοι οι λεπτυσμένες τα λεπτυσμένα
      γενική των λεπτυσμένων των λεπτυσμένων των λεπτυσμένων
    αιτιατική τους λεπτυσμένους τις λεπτυσμένες τα λεπτυσμένα
     κλητική λεπτυσμένοι λεπτυσμένες λεπτυσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λεπταίνω και λεπτύνω

λεπτυσμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία