Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεπιδοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λεπιδοφόρ
ος
η
λεπιδοφόρ
α
το
λεπιδοφόρ
ο
γενική
του
λεπιδοφόρ
ου
της
λεπιδοφόρ
ας
του
λεπιδοφόρ
ου
αιτιατική
τον
λεπιδοφόρ
ο
τη
λεπιδοφόρ
α
το
λεπιδοφόρ
ο
κλητική
λεπιδοφόρ
ε
λεπιδοφόρ
α
λεπιδοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λεπιδοφόρ
οι
οι
λεπιδοφόρ
ες
τα
λεπιδοφόρ
α
γενική
των
λεπιδοφόρ
ων
των
λεπιδοφόρ
ων
των
λεπιδοφόρ
ων
αιτιατική
τους
λεπιδοφόρ
ους
τις
λεπιδοφόρ
ες
τα
λεπιδοφόρ
α
κλητική
λεπιδοφόρ
οι
λεπιδοφόρ
ες
λεπιδοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεπιδοφόρος
<
λεπίδ(α)
+
-ο-
+
-φόρος
<
φέρω
Επίθετο
επεξεργασία
λεπιδοφόρος, -ος ή -α, -ο
αυτός που φέρει
λεπίδα
ή
λεπίδες
λεπιδοφόρος
άξονας
,
λεπιδοφόρα
μηχανή
,
λεπιδοφόρο
εργαλείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεπιδοφόρος