Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεξικολογία οι λεξικολογίες
      γενική της λεξικολογίας των λεξικολογιών
    αιτιατική τη λεξικολογία τις λεξικολογίες
     κλητική λεξικολογία λεξικολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεξικολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lexicologie[1] (πρώτη γραπτή μαρτυρία το 1877[2]) < λεξικο- + -λογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /le.ksi.ko.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐ξι‐κο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεξικολογία θηλυκό

  • (γλωσσολογία) κλάδος της γλωσσολογίας με αντικείμενο τη μελέτης τα λεξικά στοιχεία, το λεξιλόγιο μιας γλώσσας (ως προς την προφορά, τη μορφή, τη σημασία)
    H λεξικογραφία χρησιμοποιεί όλα τα ευρήματα της λεξικολογίας, ώστε να συνταχτεί ένα λεξικό.
    ※  όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο, στο βιβλίο αυτό προσεγγίζω διάφορα ζητήματα λεξικολογίας, δηλαδή μελέτης της έννοιας της «λέξης» και του λεξικού αποθέματος της γλώσσας.
    Ξυδόπουλος, Ι. Γιώργος (2007), Λεξικολογία. Εισαγωγή στην ανάλυση της λέξης και του λεξικού. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 7η εκτύπωση, 2017

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λεξικό, λεξικός και λέξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λεξικολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.