Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεξικογραφικός η λεξικογραφική το λεξικογραφικό
      γενική του λεξικογραφικού της λεξικογραφικής του λεξικογραφικού
    αιτιατική τον λεξικογραφικό τη λεξικογραφική το λεξικογραφικό
     κλητική λεξικογραφικέ λεξικογραφική λεξικογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεξικογραφικοί οι λεξικογραφικές τα λεξικογραφικά
      γενική των λεξικογραφικών των λεξικογραφικών των λεξικογραφικών
    αιτιατική τους λεξικογραφικούς τις λεξικογραφικές τα λεξικογραφικά
     κλητική λεξικογραφικοί λεξικογραφικές λεξικογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λεξικογραφικός < λεξικογραφία

  Επίθετο επεξεργασία

λεξικογραφικός -ή -ό

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία